- λογοκριτής
- ο [λογοκρίνω]αυτός που ασκεί λογοκρισία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογοκριτής — ο αυτός που ασκεί λογοκρισία: Οι λογοκριτές απαγόρευσαν την έκδοση του βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
λογοκριτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογοκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκριτής. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censorial, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Γραδενίγος, Αλοΐσιος Αμβρόσιος — (Χανιά 1616 – Βενετία 1680).Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και εκδότης. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα νεανικά του χρόνια. Όταν άρχισε πάντως ο Κρητικός πόλεμος με την απόβαση των Τούρκων στη Κρήτη (1645), ο Γ. ήταν ήδη πρωτοπαπάς των Χανίων και με… … Dictionary of Greek